- ξανακτίζω
- rebuild
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ξαναχτίζω — και ξανακτίζω (Μ ξανακτίζω) κτίζω ξανά κάτι γκρεμισμένο, ανοικοδομώ νεοελλ. κάνω μια πόλη να ακμάσει ξανά … Dictionary of Greek
εξανακτίζω — και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω) κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
συμπολίζω — Α 1. συνενώνω σε μια ενιαία πόλη («Αἴγιον ἐξ ἑπτὰ δήμων συνεπολίσθη», Στράθ.) 2. ενώνω έναν χώρο με την πόλη οικοδομώντας τον 3. χτίζω πόλη μαζί με άλλον 4. επανιδρύω, ξανακτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πολίζω (< πόλις)] … Dictionary of Greek